Ο καθένας έχει δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και η δυνατότητα να κρατάμε μυστικά για τον εαυτό μας είναι δείγμα αυτοσεβασμού και ελευθερίας. Στη περίπτωση όμως που κρατάμε ένα μυστικό επειδή φοβόμαστε να το θίξουμε τότε αλλάζουν τα πράγματα. Όταν τα μυστικά εισέρχονται σε μια οικογένεια, μπορούν είτε να ενισχύσουν είτε να υπονομεύσουν τη σύνδεση μεταξύ των μελών της.
Μερικά οικογενειακά μυστικά, που μπορούν να ενισχύσουν την εγγύτητα, αφορούν στα αδέρφια που μοιράζονται διάφορες εμπειρίες που έχουν βιώσει, μέλη της οικογένειας που μοιράζονται κοινά αστεία. Τέτοιου είδους μυστικά έχουν τις ρίζες τους σε συναισθήματα οικειότητας και ζεστασιάς.
Υπάρχουν και τα μυστικά που έχουν τις ρίζες τους σε συναισθήματα άγχους και ντροπής. Αυτά τα μυστικά φυλάσσονται συχνά για να αποτρέψουν την αμηχανία και να προστατεύσουν μια οικογένεια από την κρίση. Μπορεί να έχουν σχέση με μία γέννηση, έναν θάνατο, μία ασθένεια, μία υιοθεσία.
Η απόκρυψη ενός μυστικού για ένα θέμα μπορεί να εμποδίσει αυτόν που κρατάει το μυστικό από το να είναι συναισθηματικά ανοιχτός σε άλλες πτυχές της οικογενειακής ζωής, μιας και είναι πολύ πιθανό να ζει κάτω από συνεχή αγωνία και φόβο μήπως αποκαλυφθεί.
Τα ενδοοικογενειακά μυστικά, για τα οποία ένα μέρος της οικογένειας είναι ενήμερο και ένα άλλο όχι, δημιουργούν υποομάδες, παράγοντας ιδιαίτερες δυναμικές μεταξύ εκείνων που γνωρίζουν και εκείνων που δεν είναι ενήμεροι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η δυναμική μπορεί να είναι λειτουργική και σε άλλες δυσλειτουργική.
Για παράδειγμα, όταν οι γονείς κρατούν ένα μυστικό για ένα δώρο γενεθλίων που θέλουν να πάρουν στο παιδί τους, αυτό γίνεται με σκοπό να του προσφέρουν μια αίσθηση χαράς και έκπληξης. Το μυστικό είναι προσωρινό, υποκινείται από την επιθυμία να δημιουργήσει συναισθήματα ενθουσιασμού και δεν υπονομεύει τους δεσμούς της οικογένειας.
Στην περίπτωση που ένα μέλος της οικογένειας διαγιγνώσκεται με μία ασθένεια και τα παιδιά δεν ενημερώνονται, διαισθάνονται ότι υπάρχει ανησυχία και στεναχώρια στο σπίτι, η οποία δε λεκτικοποιείται από τους ενήλικες. Είναι κάτι θολό που υπάρχει στον αέρα και γεννά αγωνία. Τα παιδιά μπορεί να βλέπουν τον γονέα που νοσεί να αλλάζει σιγά σιγά και να αναρωτιούνται τι συμβαίνει, ίσως χωρίς να τους επιτρέπεται να το εκφράσουν.
Τότε η αίσθηση ότι «κάτι πάει στραβά με την αντίληψή μου» μπορεί να γεννηθεί στο παιδί και η εμπιστοσύνη στον εαυτό του να κλονιστεί. Ενδεχομένως, παράλληλα, να χτίζεται εσωτερικά ο φόβος ότι ξαφνικά θα έρχεται αντιμέτωπο με δυσάρεστα γεγονότα για τα οποία δε θα είναι από πριν ενημερωμένο. Ταυτόχρονα, μπορεί να νιώθει ντροπή. Αφ' ενός, επειδή και ο γονιός του αισθάνεται ντροπή, οπότε υιοθετεί το ίδιο συναίσθημα, αφ' ετέρου επειδή συμπεραίνει ότι ο γονιός του δεν τον βλέπει ως άξιο για να του εμπιστευθεί το μυστικό του. Επιπλέον, μπορεί να νιώθει ντροπή, επειδή επιθυμεί να μάθει κάτι που απαγορεύεται.
Οι γονείς οι οποίοι προσπαθούν να κρύψουν μια πάθηση, ένα διαζύγιο, συχνά δεν το καταφέρνουν. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται όταν κάτι δεν πάει καλά στο σπίτι. Αν και ίσως να μην γνωρίζουν ποιο είναι το μυστικό, συχνά πιστεύουν ότι είναι υπεύθυνα για την ένταση που υπάρχει στο οικογενειακό περιβάλλον. Αναλαμβάνουν την ευθύνη για όλα τα προβλήματα που συμβαίνουν και νιώθουν ενοχές, ενώ ταυτόχρονα δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν την κατάσταση.
Όσα φαντάζεται κανείς για το μυστικό που υπάρχει στην οικογένεια, μπορεί να είναι πολύ πιο τρομακτικά από το ίδιο το μυστικό. Η σιωπή και η συγκάλυψη γεγονότων, πάντα καταλήγουν να συντηρούν ή και να προκαλούν πόνο στην οικογένεια. Τα παιδιά έχουν την αίσθηση ότι τα κρατούν μακριά από κάτι σημαντικό που αφορά τους γονείς τους ή τα ίδια και μπαίνουν σε μια διαδικασία να προσπαθούν να μαντέψουν το μυστικό, υποκρινόμενα συγχρόνως ότι δεν ξέρουν τίποτα. Πρέπει να κάνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Μαθαίνουν να κρύβουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και κλείνονται στον εαυτό τους.
Αυτό που μπορούμε να πούμε, αρχικά, στα παιδιά είναι ότι δε φταίνε καθόλου για τη λύπη που βλέπουν στους γονείς τους. Δε χρειάζεται να τους εξηγήσουμε κάθε λεπτομέρεια γύρω από το μυστικό. Έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι οι γονείς τους τα απαλλάσσουν από το άγχος τους. Στα παιδιά λέμε μόνο όσα επιτρέπει η ηλικία τους και χρειάζεται να τους μιλάμε όσο το δυνατόν νωρίτερα.
Ο καλύτερος τρόπος να προστατέψουμε τα παιδιά, είναι να τους μιλάμε για ό,τι γνωρίζουμε και να παραδεχόμαστε πως αγνοούμε ό,τι δεν ξέρουμε.
Η Ψυχολόγος των Βρεφικών / Παιδικών Σταθμών
Γεωργία Παππά