Ένα θέμα που ταλαιπωρεί αρκετά τους γονείς είναι πώς θα θέσουν όρια στα παιδιά τους. Γίνεται πολύ συζήτηση σχετικά με αυτό και αρκετές φορές αποτελεί πηγή έντασης ανάμεσα στο ζευγάρι. Σε κάποιες οικογένειες υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με το πότε και για ποιες συμπεριφορές πρέπει να υπάρχουν όρια. Μάλιστα, υπάρχει περίπτωση ο ένας γονέας να είναι πιο αυστηρός ενώ ο άλλος πιο χαλαρός.
Η οριοθέτηση σχετίζεται, αρχικά, με το πώς αισθάνεται ο γονέας με τον εαυτό του και αν θεωρεί ότι μπορεί να καταφέρει να διαχειριστεί τις έντονες αντιδράσεις του παιδιού του. Αν αγχώνεται πάρα πολύ ότι δε θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το κλάμα και την επιμονή του, ενδεχομένως να μη προσπαθεί να θέσει όρια με αποφασιστικότητα ή να γίνεται πολύ αυστηρός προκειμένου να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης.
Τα όρια παρέχουν μια αίσθηση ασφάλειας και προβλεψιμότητας. Προστατεύουν από τη σύγχηση και το χάος που δημιουργείται στο παιδί όταν δεν υπάρχουν όρια. Πρέπει να είναι ξεκάθαρα, διατυπωμένα σε απλή γλώσσα και να μη περιλαμβάνουν μακροσκελείς προτάσεις που δε μπορούν να εμπεδώσουν τα μικρά παιδιά.
Θα πρέπει να ανταποκρίνονται στην ηλικία του παιδιού. Στην βρεφική ηλικία είναι πολύ χρήσιμη η απόσπαση προσοχής και η κατευθύνσή του σε μια άλλη δραστηριότητα. Εάν γκρινιάζει που το αλλάζουμε, μπορούμε να του δώσουμε ένα παιχνίδι ή να του τραγουδήσουμε. Αν κατευθύνεται σε κάποιο εύθραυστο αντικείμενο του στρέφουμε αλλού τη προσοχή. Είναι πολύ σημαντική η ανακατεύθυνση σαν εργαλείο γενικότερα για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας.
Από την ηλικία των δύο ετών αυξάνεται ακόμα πιο πολύ η ανάγκη για ανεξαρτησία και η αντίδραση στους περιορισμούς των γονέων. Εκδηλώνουν ξεσπάσματα όταν δε γίνεται το δικό τους και επιμένουν σε αυτό που θέλουν να γίνει. Θέλει πολύ προσοχή να μην δημιουργήσουμε μεγάλη άρνηση από την πλευρά του παιδιού, αντιδρώντας οι ίδιοι πολύ έντονα με φωνές και τιμωρίες. Προσπαθούμε να αναφέρουμε το όριο με ψύχραιμη, σταθερή, αποφασιστική φωνή λέγοντας για παράδειγμα “Δε χτυπάμε τα άλλα παιδιά”. Μπορούμε να του εξηγήσουμε τις συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς στα άλλα παιδιά και να του προτείνουμε τι θα μπορούσε να τους πει εναλλακτικά, αναλόγως την ηλικία του παιδιού. Για παράδειγμα να ρωτήσει αν μπορεί να παίξει και εκείνο με το παιχνίδι τους.
Είναι καίριας σημασίας η θετική συμπεριφορά και έκφραση των γονέων. Είναι πολύ διαφορετικό να λέμε «Όχι, δεν μπορώ να παίξουμε τώρα» από το «Μόλις ο δείκτης πάει στο έξι, σου υπόσχομαι πως θα παίξουμε παρέα».
Πάντα χρειάζεται να εξηγούμε το όριο και να μην απαιτούμε να συμμορφωθεί επειδή “έτσι το λέμε εμείς”. Οι γονείς θα πρέπει να ακολουθούν μια κοινή γραμμή σε όλο αυτό και να ακολουθούν και οι ίδιοι τα όρια που βάζουν, τα οποία θα πρέπει να είναι σταθερά αλλά ευέλικτα παράλληλα. Για παράδειγμα, δε πειράζει αν ξεφύγουμε κάποια στιγμή από το πρόγραμμα του ύπνου εφόσον έχει έρθει ο αγαπημένος του θείος στο σπίτι και θέλει να τον δει.
Με τα νήπια, η επιλεκτική αγνόηση ορισμένων αρνητικών συμπεριφορών μπορεί επίσης να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Δε χρειάζεται να εξαντλούμε την αυστηρότητά μας και να κάνουμε συνεχώς παρατηρήσεις για το καθετί. Σε τόσο μικρές ηλικίες δε μπορούμε να περιμένουμε ότι δε θα λερώσουν, ότι δε θα παρεκτραπούν ή ότι επειδή είπαμε κάτι μία φορά πρέπει να γίνει. Οι προσδοκίες μας θα πρέπει να ταιριάζουν με την ηλικία τους.
Η αποδοχή και η επιβράβευση αποτελούν τα πιο ισχυρά κίνητρα για την υιοθέτηση καλής συμπεριφοράς από το παιδί. Το «κήρυγμα» δεν έχει επιτυχία, ενώ μπορεί να επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Αποδοχή δε σημαίνει ότι το αφήνουμε ανεξέλεγκτα να κάνει ότι θέλει. Σημαίνει ότι προσπαθούμε να καταλάβουμε τη συμπεριφορά του, να της δώσουμε ένα νόημα, χωρίς να βάζουμε όρους του τύπου “Θα σε αγαπώ μόνο αν ακούς”. Ακόμα και αν δε το λέμε αυτό μπορεί να δίνουμε το μήνυμα μέσω της συμπεριφοράς μας ότι το αποδεχόμαστε εν μέρει εφόσον χρησιμοποιούμε επικρίσεις, απειλές, τιμωρίες, χειρονομίες κάθε φορά που δε μας ακούει και το κάνουμε να νιώθει άσχημα για τον εαυτό του.
Η αίσθηση ότι δεν το αποδεχόμαστε εξ ολοκλήρου πληγώνει το παιδί και το αποθαρρύνει από το να συμπεριφερθεί με τον επιθυμητό τρόπο. Όταν χρησιμοποιούμε διάφορους χαρακτηρισμούς “ζωηρό”, “τεμπέλικο”, “φασαριόζικο” είναι σαν να διαμορφώνουμε τις προσδοκίες που έχουμε για εκείνο, προδιαγράφουμε τη πορεία της συμπεριφοράς του και υιοθετεί αυτό που πιστεύουμε. Δημιουργούμε μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό του και αυτό δεν αποτελεί ενθαρρυντικό κίνητρο για μια διαφορετική συμπεριφορά γιατί μαθαίνει ότι η αποτυχία είναι δεδομένη ακόμη και να προσπαθήσει. Αυτό ισχύει και όταν του λέμε “Πάντα τα ίδια κάνεις” ή “Ποτέ δεν ακούς”. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσει αφού έχουμε σχηματίσει τη γνώμη μας.
Οι στιγμές που χάνουμε την υπομονή μας είναι το υλικό μας για να δούμε τι μας ζορίζει. Να κάνουμε μία παύση και να αναρωτηθούμε “Τι αισθάνομαι;”, “Τι σκέφτομαι για την συμπεριφορά του παιδιού μου;”, “Είναι σημαντικός ο λόγος για να θυμώσω τόσο;”. Οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας επηρεάζουν την αντίδρασή μας. Αν σκεφτόμαστε ότι μόλις πούμε κάτι πρέπει να γίνει ή ότι το παιδί μας δε πρέπει να μας φέρνει αντίρρηση γιατί θα γίνει ένας ασεβής άνθρωπος τότε θα είμαστε και πιο αυστηροί μαζί του.
Ενώ αν σκεφτούμε ότι οι έντονες αντιδράσεις του προκύπτουν από την μειωμένη συναισθηματική ωριμότητα και την μικρή ανοχή στις απογοητεύσεις, όπως φυσιολογικά συμβαίνει σε αυτό το αναπτυξιακό στάδιο, τότε ίσως προσπαθήσουμε να το βοηθήσουμε στη δυσκολία του να διαχειριστεί τέτοιες καταστάσεις αντί να το τιμωρήσουμε. Δεν μπορούμε να μάθουμε στα παιδιά να ελέγχουν τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους μέσα από τη δική μας απώλεια ελέγχου.
Τα όρια δεν αποτελούν μέσο επιβολής ούτε έχουν στόχο την απόλυτη υπακοή. Αποσκοπούν να διδάξουν το παιδί, να το καθοδηγήσουν. Ο καλύτερος τρόπος για να μάθει είναι μέσα σε ένα κλίμα σεβασμού, αποδοχής, σταθερότητας που δεν διαπραγματεύεται την αγάπη. Έτσι, θα καταφέρουμε να κερδίσουμε τη προσοχή του παιδιού μας σε αυτά που θέλουμε να μάθει και να τα ακολουθεί όχι επειδή “έτσι πρέπει” ή “γιατί το λέμε εμείς” αλλά επειδή θα καταλαβαίνει τον λόγο πίσω από το όριο.
Ο στόχος της αποτελεσματικής οριοθέτησης είναι να μάθει το παιδί να αλληλεπιδρά και να συνεργάζεται υιοθετώντας κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές και να γίνει ένας συναισθηματικά ώριμος ενήλικας. Ένας οριοθετημένος ενήλικας είναι σε θέση να αναβάλλει την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών του, να σκέφτεται τις ανάγκες των άλλων και τις συνέπειες των πράξεών του, να γίνεται διεκδικητικός χωρίς να είναι επιθετικός, και να αντέχει τις απογοητεύσεις.
Η Ψυχολόγος των Βρεφικών / Παιδικών Σταθμών
Γεωργία Παππά