Σε κάθε σχέση που έχουμε στη ζωή μας, φιλική, εργασιακή, συντροφική, σχέση γονέα-παιδιού προκύπτουν συγκρούσεις. Τη στιγμή της σύγκρουσης καλούμαστε να επιδείξουμε τρόπους διαχείρισής της, κάτι που πολλές φορές αδυνατούμε να κάνουμε. Γιατί άραγε να συμβαίνει αυτό; Ίσως εκείνη την ώρα, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, αναπαράγουμε τον τρόπο που αλληλεπιδρούσαν οι δικοί μας γονείς και το πώς μας έμαθαν να σχετιζόμαστε μέσα στην οικογένεια.
Μπορεί να ήμασταν σε μια οικογένεια που δεν επιτρεπόταν να διαφοροποιηθούμε, να εκφράσουμε διαφορετικές ανάγκες και επιθυμίες, να λέμε όχι, να διαφωνούμε. Ως αποτέλεσμα, πιθανόν να διστάζουμε να μιλάμε για αυτά που μας ενοχλούν, να φοβόμαστε μην υπάρξει ένταση με τον σύντροφό μας και τελικά να μη λέμε αυτό που θέλουμε, να υποχωρούμε πάντα εμείς, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τον εαυτό μας. Ακόμα, μπορεί να βλέπαμε τους γονείς μας να είναι επικριτικοί ο ένας στον άλλον ή και απέναντί μας, και με τον ίδιο τρόπο να συμπεριφερόμαστε στον σύντροφό μας, όπως και στον εαυτό μας.
Αν και είναι φυσιολογικό να υπάρχουν συγκρούσεις, όταν αυτές είναι συχνές, έντονες, χρόνιες και δεν επιλύονται εποικοδομητικά έχουν πολύ πιο αρνητικές επιπτώσεις στα παιδιά. Τα μικρά παιδιά που δεν μπορούν να εξηγήσουν, λόγω γνωστικών περιορισμών, για ποιον λόγο υπάρχει αυτή η ένταση μπορεί να νιώθουν τα ίδια υπεύθυνα, ειδικά αν το περιεχόμενο των συγκρούσεων αφορά τα ίδια. Η αυτοκατηγορία για τους καβγάδες των γονέων τους μπορεί να απειλήσει την αυτοεκτίμησή τους.
Όταν οι γονείς διαφωνούν έντονα με πολύ θυμό, φωνές, προσβολές, κατηγορίες ή ακόμη και σωματική βία, τα παιδιά τρομάζουν. Μπορεί να θέλουν να επέμβουν προκειμένουν να σταματήσουν τον καβγά αναλαμβάνοντας τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Βλέποντας ότι δεν αρκεί η παρέμβασή τους για να συμβεί αυτό, νιώθουν σαν να έχουν αποτύχει. Άλλες φορές πάλι μπορεί ο ένας γονέας να στραφεί για παρηγοριά στο παιδί, εφόσον δε μπορεί να καλύψει τις συναισθηματικές του ανάγκες από τη συζυγική σχέση. Με αυτόν τον τρόπο, το παιδί αναλαμβάνει ρόλους και ευθύνες που δεν του αναλογούν, ενώ επωμίζεται το βάρος της εξισορρόπησης της συζυγικής σχέσης. Εμπλέκεται στη σχέση των γονέων δημιουργώντας συμμαχίες και αντιπαλότητες.
Ακόμα και οι γονείς που προσπαθούν να μη μαλώνουν μπροστά στο παιδί ή που επιλέγουν αντί της σύγκρουσης τη σιωπή και σταματάνε να μιλάνε μεταξύ τους για κάποιο διάστημα επηρεάζουν τη ψυχική του υγεία. Το παιδί αντιλαμβάνεται το συναισθηματικό κλίμα, την απουσία στοργής, ζεστασιάς και την ψυχρότητα που υπάρχει. Μπορεί να μη καταλαβαίνει απόλυτα τι συμβαίνει αλλά το νιώθει.
Όλα αυτά διαταράσσουν την αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας που χρειάζεται να παρέχει η οικογένεια. Επηρεάζεται, παράλληλα, και η σχέση του γονέα με το παιδί. Οι συνεχείς συγκρούσεις εξαντλούν συναισθηματικά τον γονέα, μειώνουν τα επίπεδα ανοχής του, με αποτέλεσμα να αντιδρά με μεγαλύτερη αυστηρότητα και επιθετικότητα σε δύσκολες συμπεριφορές του παιδιού.
Από τη βρεφική, κιόλας, ηλικία οι γονικές συγκρούσεις δε παιρνούν απαρατήρητες. Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Εάν οι γονείς επικοινωνούν με λεκτικές επιθέσεις, υποτίμηση, απόρριψη, ίσως εκείνα συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο στις σχέσεις τους ή μπορεί να καταλήξουν σε σχέσεις όπου θα ανέχονται τέτοιου είδους αντιμέτωπιση.
Εμείς τους δείχνουμε τον δρόμο για το πώς επιλύονται οι διαφωνίες και το πώς αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι σε μία συντροφική σχέση. Διαμορφώνουν την άποψή τους για τον κόσμο, τι να περιμένουν από τους άλλους και κατά πόσο μπορούν να τους εμπιστευθούν. Στην ενήλικη ζωή, υπάρχει περίπτωση να νιώθουν άβολα με την συναισθηματική εγγύτητα και να δυσκολεύονται να συνδεθούν με τους άλλους ανθρώπους, υπονομεύοντας τη δημιουργία υγιών σχέσεων.
Η οικογένεια επηρεάζει τον τρόπο που βλέπουν τα παιδιά τον εαυτό τους. Αν τα εμπλέκουμε στη σχέση των συζύγων και τους δίνουμε το μήνυμα ότι πρέπει να μας “σώσουν”, ενδεχομένως να εξελιχθούν σε ενήλικες που θα παραμελούν τις δικές τους ανάγκες και θα έχουν ως στόχο να φροντίσουν τους γονείς τους, ενώ θα έπρεπε να είχε γίνει το αντίστροφο όταν οι ίδιοι ήταν παιδιά.
Σε μια προσπάθεια να επιδιώξετε μία πιο λειτουργική επικοινωνία ως ζευγάρι, μιλήστε ανοιχτά για αυτό που σας απασχολεί χωρίς υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς με όσο το δυνατόν γίνεται μεγαλύτερη ψυχραιμία, σεβασμό και διάθεση να καταλάβετε πώς σκέφτεται ο άλλος, σκεπτόμενοι και το δικό σας μερίδιο ευθύνης. Σκοπός δεν είναι να βρείτε ποιος έχει δίκιο αλλά να συνεργαστείτε για να εντοπίσετε τι μπορεί να αλλάξει στην επικοινωνία σας προς όφελος όλης της οικογένειας. Εάν οι συγκρούσεις συνεχίζουν να είναι έντονες και επαναλαμβανόμενες ίσως θα ήταν καλό να επισκεφθείτε έναν ειδικό ψυχικής υγείας προκειμένου να σας βοηθήσει σε αυτή σας τη προσπάθεια.
Η Ψυχολόγος των Βρεφικών / Παιδικών Σταθμών
Γεωργία Παππά