Η οριοθέτηση είναι σαν ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας που μαθαίνει στα παιδιά πώς να συνυπάρχουν αρμονικά με τους γύρω τους, πώς να αντιλαμβάνονται και να σέβονται τον προσωπικό τους χώρο και τον χώρο των άλλων αλλά και πώς να εκφράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους άμεσα και λειτουργικά.
Η περίοδος μέχρι την ηλικία των έξι ετών είναι και η πιο δύσκολη για τους γονείς γιατί καλούνται να καλύψουν πολλές ανάγκες των παιδιών, αφού εκτός από συναισθηματικά, αναπτύσσονται παράλληλα σωματικά και νοητικά. Στις ηλικίες 2-4 ετών, το κύριο αναπτυξιακό θέμα που αντιμετωπίζει ένα παιδί είναι η αναζήτηση αυτονομίας. Τα περισσότερα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες μαθαίνουν να τρώνε και να πηγαίνουν στην τουαλέτα μόνα τους, ενώ αντιδρούν συχνά στις υποδείξεις των γονιών τους και θέλουν να κάνουν τα πράγματα με το δικό τους τρόπο.
Θέτοντας λοιπόν όρια στα παιδιά μας, τους διδάσκουμε την αξία της πειθαρχίας, του σεβασμού, της οργάνωσης του προγράμματός τους, της εν συναίσθησης, να μπαίνουν δηλαδή και στη θέση των άλλων, της ξεκάθαρης συνεννόησης του τι περιμένουμε από εκείνα και ποιες συμπεριφορές είναι κατάλληλες και αποδεκτές σε κάθε συνθήκη.
Η συνέπεια είναι το κλειδί της επιτυχίας για την αποτελεσματική οριοθέτηση. Αν προσπαθούμε να οριοθετήσουμε μία συγκεκριμένη συμπεριφορά του παιδιού χρειάζεται να είμαστε συνεπείς στις αντιδράσεις μας κάθε φορά που συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο. Αν τη μία γελάμε, την άλλη είμαστε αυστηροί, την επόμενη είμαστε αδιάφοροι το μόνο που καταφέρνουμε είναι να μπερδεύουμε το παιδί.
Ακόμη, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως όταν λέμε «όχι» σημαίνει «όχι». Αν κάθε φορά που λέμε «όχι» σε κάτι το παιδί αντιδράει ακόμα πιο έντονα για να κερδίσει το «ίσως» ή το «ναι» και εμείς υποκύπτουμε τότε το μήνυμα που δίνουμε στο παιδί είναι ότι το «όχι» μας είναι διαπραγματεύσιμο οπότε αν συνεχίσουν να αντιδρούν θα μας αλλάξουν στάση. Με το να διαπραγματεύεσαι με το παιδί του μαθαίνεις να γίνεται χειριστικό και να ψάχνει να βρει τρόπους να κάνει αυτό που θέλει.
Η “τιμωρία” ιδιαίτερα, είναι καλό να αποφεύγεται γιατί συνήθως εκλαμβάνεται ως εκδίκηση από τα παιδιά, με αποτέλεσμα να νιώθουν μειωμένα, ανεπιθύμητα, αδικημένα και να αντιδρούν επιθετικά. Είναι αποδεδειγμένα καλύτερα ως γενική τακτική να προσπαθούμε να επιβραβεύουμε περισσότερο τις θετικές συμπεριφορές του παιδιού παρά να τιμωρούμε τις αρνητικές. Αλλάζουμε τις αρνητικές φράσεις σε θετικές. Για παράδειγμα, αντί να πούμε «Αν αργήσεις να ντυθείς δε θα πάμε στις κούνιες» λέμε «Ας ντυθούμε πρώτα και μετά θα πάμε στις κούνιες». Στόχος μας είναι να παροτρύνουμε τα παιδιά, όχι να τα κάνουμε να αισθανθούν απειλή η οποία το πιθανότερο είναι να φέρει άσχημα αποτελέσματα.
Στα μικρά παιδιά βέβαια είναι σημαντικό να εξηγούμε γιατί δεν αποδεχόμαστε κάποιες συμπεριφορές, π.χ. αν πετάξει το φαγητό στο πάτωμα, μπορεί να το πατήσουμε και να γλιστρήσουμε, αν στριγγλίζει μπορεί να ξυπνήσει το μωρό που κοιμάται και να αναστατωθεί. Συχνά ξεχνάμε ότι όλα αυτά που οι ενήλικες θεωρούμε αυτονόητα και «κοινή λογική» δεν είναι καθόλου έτσι για τα παιδιά. Τα παιδιά χρειάζονται εκπαίδευση, ενημέρωση και εξηγήσεις με επανάληψη, μέχρι να κατανοήσουν και να υιοθετήσουν καλές συνήθειες και συμπεριφορές.
Οι γονείς χρειάζονται πολλή υπομονή, κατανόηση, εν συναίσθηση και συχνά και οι ίδιοι στήριξη για να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις. Κατανόηση σημαίνει να καταλαβαίνω ότι για το παιδί μου κάτι είναι σημαντικό, έστω και αν για μένα μπορεί να μην είναι, και να το σέβομαι.
Η λογοθεραπεύτρια
των Παιδικών- Βρεφικών Σταθμών
Μουρκογιάννη Σπυριδούλα.